- στερεοπλανιγράφος
- ο, Ν(φωτογραμμ.) στερεομετροχαρτογραφικό όργανο μεγάλης ακριβείας που ανήκει στην κατηγορία τών εικονομετρογράφων υποκειμενικής οπτικής προβολής.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ.αγγλ. stereoplanigraph (< στερεός + πλανιγράφος)].
Dictionary of Greek. 2013.